- μολπαδία
- ηζωολ. γένος ολοθουροειδών τής οικογένειας molpadidae.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μολπαδίας — Μολπαδίᾱς , Μολπαδίη fem acc pl Μολπαδίᾱς , Μολπαδίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολπαδίαν — Μολπαδίᾱν , Μολπαδίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στάφυλος — Κατά την ελληνική μυθολογία, γιος του Διόνυσου ή του Θησέα και της Αριάδνης, που είχε πάρει μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Είχε πάρει γυναίκα του την Χρυσόθεμη και είχε αποχτήσει μαζί της τρεις κόρες, τη Μολπαδία, τη Ροιώ και την Παρθένο.… … Dictionary of Greek